- δρεπανοειδοῦς
- δρεπανοειδήςsickle-shapedmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δρεπανοκυττάρωση — η παρουσία στο αίμα ερυθρών αιμοσφαιρίων δρεπανοειδούς μορφής αποτελεί χαρακτηριστικό τύπο συγγενούς αιμολυτικής αναιμίας … Dictionary of Greek
πιγκουίνος — Πτηνό με φτερούγες τελείως ακατάλληλες για πτήση, της οικογένειας των Σφηνισκιδών, μοναδικής τάξης των σφηνισκόμορφων. Οι π. διαφέρουν ουσιαστικά από όλα τα άλλα πουλιά, λόγω ανατομικών ιδιοτυπιών και συνηθειών. Τα κάτω άκρα, που βρίσκονται πολύ… … Dictionary of Greek
δρεπανοκυτταρική αναιμία — Γενετική διαταραχή που εμφανίζεται συνήθως σε άτομα της μαύρης φυλής, κατά την οποία η δομή της αιμοσφαιρίνης στα ερυθρά αιμοσφαίρια είναι ανώμαλη, έτσι ώστε να προκαλείται η απόφραξη των αιμοφόρων αγγείων από τα παραμορφωμένα ερυθρά αιμοσφαίρια … Dictionary of Greek